κρινοδάχτυλος

κρινοδάχτυλος
και κρινοδάκτυλος, -η, -ο
αυτός που έχει μακριά, λεπτά και άσπρα δάκτυλα («κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + δάχτυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρινοδάχτυλος — η, ο αυτός που έχει δάχτυλα μακριά και λευκά σαν τα κρίνα: Στη σκιά χειροπιασμένες, στη σκιά βλέπω κι εγώ κρινοδάχτυλες παρθένες όπου κάνουνε χορό (Δ. Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”